παραγνώριση

παραγνώριση
[парагнориси] ουσ. Θ. недооценка, игнорирование,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραγνώριση" в других словарях:

  • παραγνώριση — η λαθεμένη αναγνώριση, σκόπιμη αδιαφορία, περιφρόνηση, υποτίμηση: Η δυσμενής μετάθεσή μου αποτελεί παραγνώριση των ως τώρα υπηρεσιών μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγνώριση — η 1. λανθασμένη ή και άδικη κρίση, εκτίμηση ή διαπίστωση 2. περιφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγνωρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Ι. Χαλικιόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • βυζαντινισμός — ο 1. η συμπεριφορά κατά τους τρόπους και τα ήθη των Βυζαντινών 2. το Βυζάντιο με την ιστορία και τη δόξα του («ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας, στον ένδοξό μας βυζαντινισμό», Καβάφης) 3. προσήλωση σε απαρχαιωμένους τύπους,… …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …   Dictionary of Greek

  • βυζαντινισμός — ο η προσήλωση στη λεπτομέρεια και στον τύπο χωρίς ουσία, η παραγνώριση της πραγματικότητας: Παριστάνει το σοφό αλλά ο βυζαντινισμός του είναι παροιμιώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτίμηση — η 1. υποβιβασμός της τιμής ενός πράγματος, η μείωση της αξίας του (αντίθ. υπερτίμηση, ανατίμηση): Υποτίμηση της εμπορικής αξίας των φαρμάκων. 2. μτφ., εκτίμηση για κάτι κάτω από την πραγματική του αξία, παραγνώριση: Η υποτίμηση της προσφοράς των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»